- επίφραξη
- η (Α ἐπίφραξις) [επιφράσσω]έμφραξηαρχ.η παρεμβολή τής γης στις εκλείψεις τής σελήνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφράξῃ — ἐπιφράξηι , ἐπίφραξις obstruction fem dat sg (epic) ἐπιφράσσω block up aor subj mid 2nd sg ἐπιφράσσω block up aor subj act 3rd sg ἐπιφράσσω block up fut ind mid 2nd sg ἐπιφράσσω block up aor subj mid 2nd sg ἐπιφράσσω block up aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)